Ιδού οι λόγοι που αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο. Και κάτι ακόμα. Η χαμένη μας ελληνικότητα. Διότι αν κάτι με παρακίνησε αρχικά να καταπιαστώ με τον λόγο, ήταν ακριβώς αυτή η αφηρημένη κι αξεδιάλυτη ανάγκη να μιλήσω περί ελληνικότητας, δίχως φυσικά να ξέρω από πού να πιάσω το νήμα τούτου του θαύματος. Τι σημαίνει πια ελληνικότητα εφόσον τα πάντα σήμερα φαντάζουν τόσο διαβρωμένα και θαμπά; Είναι κάτι που μετεωρίζεται μεταξύ ταυτότητας και συνείδησης; Ή μια ανάσα, ένα «αχ!», ένα «δόξα των Θεώ!» που μονάχα μες απ’ τα χείλη του Θεόφιλου μπορούσες ν’ ακούσεις; Ξανά λοιπόν το ίδιο ερώτημα: Δοκίμιο περί ελληνικότητας ή λόγος πάνω σ’ ένα σύμβολό της, που άλλο δεν μπορούσε να βρει κανείς πέρα απ’ τον Θεόφιλο; Γιατί ναι, αυτός είναι ο πραγματικός Θεόφιλος· ένα ζωντανό σύμβολο της ελληνικότητας μας. Πέρα ως πέρα ταπεινός, βαθιά σοφός, δωρικός κι ευθύς, άθελά του άγιος, αμνησίκακος, δίχως ίχνος μισαλλοδοξίας. Δεν ήταν μονάχα η ζωγραφική του που συνένωνε ολόκληρη την Ελλάδα σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα, ήταν και ο τρόπος του υπάρχειν. Οι βαθιές, μυστικές καταβολές μιας φιλοκαλίας που δεν διάβασε ποτέ του, το «λάθε βιώσας» του Επίκουρου που δεν άκουσε ούτε για μια φορά. Κι όμως, ήταν όλα αυτά, και μάλιστα κάτι περισσότερο απ’ αυτά. Ήταν η εμπειρία της ελληνικότητας, όχι η θεωρία της. Εγώ τώρα για παράδειγμα, κάθομαι και σας μιλάω έτσι αυθαίρετα περί ελληνικότητας, ενώ εκείνος είχε επιλέξει να τη ζει με οποιοδήποτε κόστος. Διότι τέτοια είναι η παιδεία της κατ’ εκείνον· μια μετοχή στην αντίφαση του θαύματος.
Ο Θεόφιλος λοιπόν με συγκινούσε απ’ άκρη σ’ άκρη, και για αυτό αποφάσισα να τιτλοφορήσω το βιβλίο με μια βρισιά που τον ακολουθούσε για μια ολάκερη ζωή: Αχμάκης. Που θα πει: ο ηλίθιος! Ο καθυστερημένος. Ο αφελής. Ήταν βλέπετε η βρισιά που του απηύθυναν όσοι ήταν… εφάμιλλοι των ευρωπαίων! Όσοι ατένιζαν στο ύφος του και τη ζωγραφική του έναν παιδιάστικο πρωτογονισμό. Ενώ την ίδια στιγμή εκείνοι πάλευαν με νύχια και με δόντια να μοιάσουν οπωσδήποτε σ’ οτιδήποτε ξενόφερτο, διότι δίχως αυτό ένιωθαν απελπισμένα επαρχιώτες. Ελάχιστοι. Η ελληνικότητα και οι απύθμενοι θησαυροί της παραχώνονταν ερμητικά μες στα μπαούλα τους, κι αντ’ αυτής προτιμούσαν την ξιπασιά της στείρας αντιγραφής και του μαϊμουδισμού. Πως λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι θ’ αντιμετώπιζαν ένα σκάνδαλο σαν τον Θεόφιλο; Έναν (αν είναι δυνατόν!) φουστανελά, που αποφάσισε να κυκλοφορεί ανάμεσά τους σαν το ξεχασμένο σύμβολο μιας αποπροσανατολισμένης γενιάς; «Ο Αχμάκης» λοιπόν! Ο γελοίος, ή αν θέλετε ο σαλός, που μαγνήτιζε πάνω του όλα τα βλέμματα, τα γιουχαΐσματα, και την ντροπή.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στη Λέσβο και πέθανε εκεί, στην ιδιαίτερη πατρίδα του τον Μάρτη του 1934. Όπως αντιλαμβάνεστε την εποχή εκείνη δεν φορούσαν φουστανέλες. Και πόσο μάλλον στη Μυτιλήνη, που δεν ήταν καν η παραδοσιακή τους στολή. Ωστόσο εκείνος έδειχνε να υπομένει καρτερικά κάθε πείραγμα, εφόσον είχε ήδη ψυλλιαστεί πως στον κόσμο αυτό είχε έρθει για κάποιον άλλον σκοπό. Είχε γεννηθεί για να γίνει ήρωας! Αν και τραυλός, καχεκτικός και αφάνταστα αδύναμος, ένα αλαφροΐσκιωτο πλασματάκι, παρόλα αυτά το όνειρο του ήταν να γίνει ένας τρανός και φημισμένος ήρωας. Ακόμα κι αν οι αδιάκοπες κοροϊδίες που λούζονταν τον ακολουθούσαν όπου κι αν βρισκόταν. Είτε στην Μυτιλήνη, είτε στη Σμύρνη που πήγε αργότερα, είτε ακόμα και στο Πήλιο που έζησε για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ένας ήρωας δίχως περιουσία. Μήτε ένα κεραμίδι. Ένας ζητιάνος. Ένα πάμφτωχο ανθρωπάκι που ωστόσο μέσα του ένιωθε ρωμαλέος και αποθέωνε πάνω στους τοίχους με τα πινέλα του όλους τους συντρόφους του· απ’ τον Ηρακλή και τον Θησέα, τον Μεγαλέξανδρο και τον Παλαιολόγο, ως τον Θανασάκη τον Διάκο και τον Παύλο Μελά. Όλοι δικοί του! Σύντροφοι πάνω στο ίδιο άρμα της θυσίας.
Η ζωή του πολυτάραχη. Ένα πραγματικό μυθιστόρημα. Οι ήρωες που τον κύκλωσαν πολλοί. Μέσα στο βιβλίο όλα του τα ταξίδια και οι περιπέτειές του σε έλκουν να πάρεις τα δισάκι της απλότητάς σου και να τον ακολουθήσεις ως σπουδαστής μιας άλλης τέχνης. Της τέχνης της ζωής. Κι εγώ που κάθισα και το έγραψα τούτο το βιβλίο, σας εκμυστηρεύομαι με απόλυτη ειλικρίνεια πως σπούδασα κοντά του ακριβώς αυτό. Τη σημασία των πραγμάτων. Την υγεία. Το φως μιας παρεξηγημένης αλήθειας που σήμερα φαντάζει «αχμάκης» ανάμεσα στο lifestyle που είμαστε «υποχρεωμένοι» να ζούμε. Υγεία· που θα πει, ταπεινοφροσύνη. Ωκεάνιος, απέραντος πλούτος. Να, λοιπόν, τι έμαθα γράφοντας αυτό το βιογραφικό μυθιστόρημα. Και τελικά δεν ήταν μονάχα η ευτυχία που το είδα να εκδίδεται απ’ τις εκδόσεις Εν Πλω, αλλά κάτι περισσότερο: Ήταν μια ζωή που έζησα, τα δάκρυα που στάλαξα, ο πόνος και η λύτρωση που βίωσα, αλλά πάνω απ’ όλα, αυτή η γλυκιά, η μυστική και ανείπωτη αποθέωση της ρωμιοσύνης που με συγκλόνισε μέσα απ’ το γαλάζιο βλέμμα του Αχμάκη.
Και κάτι τελευταίο. Τον Θεόφιλο τον λάτρεψαν στην Ευρώπη. Τα μεγαλύτερα τέρατα της μοντερνικότητας στη Δύση τον θεώρησαν σπουδαίο. Όμως εκείνος ζωγράφιζε ακόμα πάνω στους τοίχους των καφενέδων της Λέσβου. Όταν λοιπόν του πρότειναν να πάει στο Παρίσι, με τον όρο φυσικά να πετάξει από πάνω του εκείνη την φουστανέλα, εκείνος αναρωτήθηκε μ’ απορία:
«Και γιατί αυτό;»
«Ε, μωρέ Θεόφιλε, του αποκρίθηκαν κάπως φωναχτά, αν σε δουν έτσι, δεν πρόκειται ούτε στο Λούβρο να σ’ αφήσουν να μπεις!»
Και απάντησε απαλά:
«Μη σώσω να μπω!»
Βαγγέλης Παππάς